παντέχω

παντέχω
απαντέχω, προσδοκώ, περιμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαντέχω, με σίγηση τού αρκτικού α- (βλ. λ. απαντέχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παντέχω — και απαντέχω περιμένω, αναμένω, προσδοκώ: Επειδή αθετώντας τους όρκους τους πολεμάμε, συμφορές γι αυτό μας απαντέχουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παντοχή — η [παντέχω] απαντοχή, καρτερία, προσδοκία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”